κροκοδείλου

κροκοδείλου
κροκόδειλος
hzard
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κροκοδείλου δάκρυα. — См. Слезы крокодиловы …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • σούχος — ὁ, Α 1. ονομασία τού κροκοδείλου σε περιοχή τής Αιγύπτου 2. ως κύριο όν. ὁ Σοῡχος ονομασία τού θεού Κροκοδείλου τού Φαγιούμ. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αιγυπτ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • слезы крокодиловы(волчьи) — (иноск.) притворные Ср. Все те его слезы были крокодиловы, предваряет летописец события. Салтыков. История одного города. Ср. И крокодилы плачут, а все таки по целому теленку глотают. Островский. Волк и овцы. 2, 2. Ср. Ну, это слезы крокодиловы,… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Слезы крокодиловы — волчьи (иноск.) притворныя. Ср. Всѣ тѣ его слезы были крокодиловы, предваряетъ лѣтописецъ событія. Салтыковъ. Исторія одного города. Ср. И крокодилы плачутъ, а все таки по цѣлому теленку глотаютъ. Островскій. Волки и овцы. 2, 2. Ср. Ну, это слезы …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • VESPA — I. VESPA Hebr. Gap desc: Hebrew communi cum crabrone nomine, quod mire pressa et constricta utrumque habet ilia, vespa inprimis, Graece σφὴξ dicitur, sicut crabro, qui vespâ maior atque alvô minus gracili, ἀνθρήνη; quam vis, fere promiscue… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ταούρτ — η, Ν μυθ. θεά τής Αιγύπτου, αγαθοεργή προστάτιδα τής ευφορίας και τής τεκνοποιίας, η οποία παριστανόταν με κεφάλι και σώμα ιπποποτάμου σε όρθια θέση, ουρά κροκοδείλου και νύχια λιονταριού …   Dictionary of Greek

  • ιχνεύμων — Είδος θηλαστικών που ζουν στην Αφρική. Η επιστημονική τους ονομασία είναι Herpestes ichneumon. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι εκτιμούσαν τα ζώα αυτά, επειδή έτρωγαν τα φίδια και τα αβγά των κροκόδειλων. Οι ι. έχουν χρώμα σταχτοπράσινο και το μήκος του… …   Dictionary of Greek

  • πλουβιανός — (pluvianus aegyptius). Καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των Γλαρεολιδών, της τάξης των χαραδριόμορφων, γνωστό με το κοινό όνομα φύλακας του κροκόδειλου. Έχει συνολικό μήκος είκοσι περίπου εκ. και πτέρωμα με άσπρες, μαύρες, καφέ και σταχτιές… …   Dictionary of Greek

  • φολιδωτός — ή, ό / φολιδωτός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α [φολιδοῡμαι] 1. (κυρίως για ερπετό) καλυμμένος με φολίδες, αυτός που έχει λέπια στο δέρμα του (α. «το δέρμα τού φιδιού είναι φολιδωτό» β. «[κροκοδείλου] τὸ δέρμα φολιδωτόν ἐστι», Διόδ.) 2. (για πράγμ.)… …   Dictionary of Greek

  • χάος — Είναι η αντίληψη για τα πρωταρχικά στοιχεία, που υπήρχαν πριν από τη δημιουργία του κόσμου. Για τους Βαβυλώνιους, τους Αιγύπτιους, τους Φοίνικες, και τους Εβραίους, το πρωταρχικό στοιχείο είναι το νερό. Πραγματικά, σύμφωνα με την Αγία Γραφή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”